Ανά την ιστορία, τα Ιμαλάια ήταν μια περιοχή με πολλούς καλλιεργητές. Οι άνθρωποι εκεί ζούσαν μια απλή ,σεμνή ζωή, και όλοι τραγουδούσαν και χόρευαν. Επίσης, σέβονταν και τιμούσαν τον Νόμο του Φο. Σχεδόν μία χιλιετία πριν, υπήρξε ένας καλλιεργητής εκεί με το όνομα Μιλαρέπα. Ενώ το πλήθος των Βούδων και των Μποτισάτβων έκανε πολλές ζωές και πέρασε πολλές συμφορές προτού ολοκληρώσουν την καλλιέργειά τους, ο Μιλαρέπα πέτυχε ισοδύναμη πανίσχυρη αρετή σε μια ζωή και αργότερα έγινε γνωστός ως ο ιδρυτής της Λευκής Σέκτας του Θιβετιανού Ταντρισμού.
Μία μέρα, ο Μιλαρέπα δίδασκε το Νόμο του Μεγάλου Οχήματος (Μαχαγιάνα) σε μια σπηλιά κοντά σε ένα γκρεμό στο Νυανάμ, στο Θιβέτ. Στο ακροατήριο βρίσκονταν μαθητές όπως ο Ρετσούνγκπα και ο Γκαμπόπα, όπως επίσης και γυναίκες μαθητές αλλά και άντρες και γυναίκες που πρόσφεραν ελεημοσύνη. Υπήρχαν επίσης πολλές ντακίνι, ή , κυριολεκτικά, ‘γυναίκες που πηγαίνουν προς τον ουρανό’, που είχαν επιτύχει το φως του ουράνιου τόξου (στα Σανσκριτικά αυτά τα όντα ονομάζονται ντακίνι ή στα Θιβετιανά κείμενα ΜκχάιΓκρο-μα) και πολλοί γιόγκι.
Την προηγούμενη νύχτα, ο Ρετσούνγκπα είχε ένα όνειρο στο οποίο φαινόταν να είχε ταξιδέψει στην Αγνή Γη των Ντακίνι. Ήταν μια μεγάλη πόλη με κτίρια από γυαλί και κοσμήματα. Μέσα στην πόλη, οι άνθρωποι φορούσαν πανέμορφα ουράνια ρούχα και περιδέραια από νεφρίτη. Παρόλο που όλοι τους χαμογέλασαν και έγνεψαν στον Ρετσούνγκπα, κανείς τους δεν του μίλησε.
Μια νεαρή γυναίκα ντυμένη στα κόκκινα τον υποδέχθηκε θερμά, “Νεαρέ μαθητή [του ίδιου δασκάλου], πότε έφτασες εδώ; Καλώς όρισες! Καλώς όρισες!” Ο Ρετσούνγκπα σήκωσε τα μάτια του και είδε πως ήταν η συμμαθήτριά του η Μπαρίμα, η οποία μελετούσε τον Νόμο μαζί του υπό τον μέγα δάσκαλο Τιφούπα στο Νεπάλ.
“Ήρθες την κατάλληλη στιγμή”, είπε η Μπαρίμα, “ο Βούδας Ακσομπία (ένας από τους πέντε Βούδες Νταϊάνι) διδάσκει τώρα εδώ. Αν σε ενδιαφέρει, μπορώ να ζητήσω την άδεια να συμμετάσχεις και εσύ.”
Ο Ρετσούνγκπα είπε με ενθουσιασμό, “Περίμενα να δω τον Βούδα Ακσομπία εδώ και πολλά χρόνια. Είναι μια πολύτιμη ευκαιρία να τον ακούσω αν διδάσκει. Σε παρακαλώ ρώτησε εκ μέρους μου.”
Η Μπαρίμα προσκάλεσε τον Ρετσούνγκπα σε ένα πλούσιο συμπόσιο προτού πάνε στην διάλεξη. Έλαβε μέρος σε ένα μεγάλο, υπέροχο παλάτι, όπου ο Βούδας Ακσομπία καθόταν σε ένα θρόνο στο κέντρο αυτού. Φαίνονταν άπειρα ιερός, πέρα από την ανθρώπινη φαντασία. Αμέτρητες θεότητες είχαν μαζευτεί εκεί για να ακούσουν, τόσες πολλές που έμοιαζε με απέραντο ωκεανό. Ήταν ένα συνέδριο μεγαλύτερο από όσα είχε δει ο Ρετσούνγκπα ποτέ του. Βλέποντας αυτό το θέαμα, ένιωσε απερίγραπτα χαρούμενος και ενθουσιασμένος. Η συμμαθήτριά του, του ζήτησε να περιμένει εκεί καθώς αυτή πήγαινε να ζητήσει την άδεια. Μετά από λίγο, ο Ρετσούνγκπα είδε τον Βούδα Ακσομπία να χαμογελάει προς αυτόν. Γνωρίζοντας πως η άδεια είχε δοθεί, ο Ρετσούνγκπα τον προσκύνησε [γονατίζοντας και ακουμπώντας το πρόσωπο στο έδαφος] και ύστερα έκατσε να ακούσει την διάλεξη.
Εκείνη την ημέρα, ο Βούδας Ακσομπία μίλησε για την ζωή παλαιότερων Βούδων και Μποτισάτβων, οι οποίες ήταν πολύ συγκινητικές. Ύστερα μίλησε για τις ιστορίες των Τιλόπα, Ναρόπα και Μάρπα [δάσκαλοι της γενεαλογίας από το Θιβετιανό Βουδισμό ή από τον Βουδισμό των Ιμαλαϊων]. Ο Ρετσούνγκπα ποτέ του δεν είχε ακούσει τόσο λεπτομερείς και έντονες περιγραφές.
Προς το τέλος της συνάντησης, ο Βούδας Ακσομπία είπε, “Ανάμεσα σε όλες τις βιογραφίες, η πιο μοναδική, μεγαλειώδης και συγκινητική, είναι αυτή του Μιλαρέπα. Παρακαλώ ελάτε αύριο και θα συνεχίσω την διάλεξη μου.”
Ο Ρετσούνγκπα έπειτα άκουσε διάφορα άτομα να συνομιλούν μεταξύ τους. Ένα άτομο είπε, “Μου είναι δύσκολο να φανταστώ πως υπάρχουν και άλλες βιογραφίες πιο ξεχωριστές και εξαιρετικές από αυτές!”
Κάποιο άλλο άτομο του απάντησε λέγοντας, “Οι ιστορίες που ακούσαμε σήμερα για αυτούς τους Βούδες και τις Μποτισάτβες ήταν το αποτέλεσμα της καλλιέργειάς τους μετά από πολυάριθμες ζωές και μέσα από αναρίθμητες συμφορές. Αλλά ο Μιλαρέπα κατάφερε να επιτύχει τέτοια ισχυρή αρετή σε μια μόνο ζωή. Γι’ αυτό είναι τόσο μοναδική!”
Ένα τρίτο άτομο πρόσθεσε, “Θα είναι απώλεια αν μια τέτοια βιογραφία θαφτεί, σωστά; Αν δεν ζητήσουμε από τον Σεβαστό να μας διδάξει επ’ αυτού για να ωφεληθούν τα αισθανόμενα όντα, δεν θα είμαστε εμείς οι μαθητές αμαρτωλοί; Πρέπει να προσευχηθούμε ειλικρινά και να ζητήσουμε από τον Βούδα να μιλήσει για την βιογραφία του!”
Το πρώτο άτομο ρώτησε, “Που βρίσκεται αυτή την στιγμή ο Σεβάσμιος Μιλαρέπα;”
“Ο Σεβάσμιος Μιλαρέπα; Δεν βρίσκεται στην Αμπιράτι (την Αγνή Γη του Βούδα Ακσομπία). Πιθανόν να είναι στην Γη του Αιώνια Ήρεμου Φωτός,” πρόσθεσε κάποιος άλλος.
Ακούγοντας όλα αυτά, ο Ρετσούνγκπα σκέφτηκε, “ο Δάσκαλος είναι προφανές πως βρίσκεται στο Θιβέτ. Γιατί είπαν πως είναι στην Γη του Αιώνια Ήρεμου Φωτός; Όπως και να έχει, αυτά τα λόγια είναι ξεκάθαρο πως προορίζονται για εμένα. Πρέπει να ζητήσω από τον Δάσκαλο να μιλήσει για την βιογραφία του.” Καθώς σκέφτονταν όλα αυτά, Η Μπαρίμα έπιασε τα χέρια του και τα κούνησε απαλά, “Κατάλαβες, έτσι δεν είναι;” Ο Ρετσούνγκπα ήταν πλέον ξεκάθαρος, και το συναίσθημα ήταν τόσο έντονο που ξύπνησε ξαφνιασμένος.
Είχε ήδη φτάσει η αυγή. Ο Ρετσούνγκπα ήταν εκστατικός και σκέφτηκε, “Παρότι είναι πολύτιμο να ακούσω τις διαλέξεις του Βούδα Ακσομπία, είναι πιο τυχερό να είμαι με τον Δάσκαλό μου. Νομίζω πως ο Δάσκαλος με ενδυνάμωσε για να μου επιτρέψει να ακούσω την διάλεξη του Βούδα Ακσομπία. Οι άνθρωποι εκεί είπαν πως ο Δάσκαλος είναι στην Αμπιράτι ή στην Γή του Αιώνια Ήρεμου Φωτός, ενώ εμείς πιστεύαμε πως ο Δάσκαλος βρίσκεται στο Θιβέτ. Ουσιαστικά, “το σώμα, η ομιλία και ο νους” του Δασκάλου δεν διαφέρουν από αυτά που έχουν οι άλλοι Βούδες. Η πανίσχυρη αρετή του είναι αφάνταστη. Πίστευα πως ο Δάσκαλος είναι μόνο στο Θιβέτ και πως μοιάζει με εμάς και ζούσε μια καθημερινή ζωή. Δεν γνώριζα πως ο Δάσκαλος είχε ήδη πετύχει την θέση του Βούδα με Φασέν (σώματα του νόμου) σε όλο το σύμπαν. Οι εκδηλώσεις του είναι ακόμα πιο θαυμαστές. Είναι λόγω του απέραντου κάρμα μας που βλέπαμε έναν τέτοιον άγιο ως κοινό άνθρωπο. Ήταν πραγματικά προσβολή προς αυτόν τον άγιο! Το όνειρο που είχα χτες το βράδυ δεν ήταν συνηθισμένο. Ήταν μια υπόδειξη από την συμμαθήτριά μου και τις άλλες ντακίνι για να αναζητήσω τις διαλέξεις από τον Δάσκαλο. Πρέπει να ικετέψω τον Δάσκαλο!” Με αυτό στον νου, ο Ρετσούνγκπα είχε δυνατή πίστη. Με τις παλάμες του ενωμένες, λάτρεψε με ειλικρίνεια τον Δάσκαλό του.
Εκείνη την στιγμή, το περιβάλλον του έλαμψε ξαφνικά. Αρκετές όμορφες και κομψά ντυμένες ντακίνι εμφανίστηκαν ενώπιόν του και προχώρησαν προς αυτόν. Μία είπα, “Αύριο θα γίνει μια διάλεξη για την βιογραφία του Μιλαρέπα. Ας πάμε να ακούσουμε.”
Κάποιος ρώτησε, “Ποιος θα ζητήσει να γίνει αυτή η διάλεξη;”
Μια ντακίνι χαμογέλασε προς τον Ρετσούνγκπα και είπε, “Μα φυσικά ο πρώτος μαθητής του Δασκάλου!”
Αρκετές ακόμα ντακίνι κοίταξαν τον Ρετσούνγκπα και χαμογέλασαν. Μία είπε, “Το να ρωτήσεις τον Δάσκαλο να μιλήσει για την βιογραφία του θα ωφελήσει και εμάς και τους άλλους. Δεν είμαστε μονάχα ανυπόμονοι να ακούσουμε την βιογραφία του αλλά θα βοηθήσουμε και θα προσευχηθούμε ώστε ο Δάσκαλος να μιλήσει για αυτήν σε εμάς. Αργότερα, θα προστατέψουμε επίσης αυτήν την διδαχή για να επωφεληθούν οι επόμενες γενεές των αισθανόμενων όντων.” Αφού είπαν αυτά τα λόγια, εξαφανίστηκαν.
Όταν ο Ρετσούνγκπα ξύπνησε πάλι, είχε πλέον ξημερώσει για τα καλά. “Είναι προφανές πως οι ντακίνι με ενθαρρύνουν να ζητήσω από τον Δάσκαλο τις διαλέξεις.” Με χαρά πήγε στον Σεβάσμιο Μιλαρέπα για την διάλεξη. Αφού τον προσκύνησε, γονάτισε μπροστά στον Σεβάσμιο και ικέτεθσε με τις παλάμες του ενωμένες μπροστά στο στήθος του, “Αγαπητέ Δάσκαλε, αμέτρητοι Βούδες στο παρελθόν είχαν διάφορες εκδηλώσεις και παντός είδους απίθανα κατορθώματα για να σώσουν ανθρώπους. Οι πολύτιμες βιογραφίες τους κυκλοφορούν σε αυτόν τον κόσμο για να ευλογήσουν τους ανθρώπους και να προωθήσουν τον Νόμο του Φο. Δάσκαλοι όπως ο Τιλόπα, ο Ναρόπα και ο Μάρπα επίσης έχουν μιλήσει για τις βιογραφίες τους, οι οποίες μεταφέρθηκαν στους επίγειους ανθρώπους για να καλλιεργηθούν. Ελπίζουμε τώρα πως ο Δάσκαλος θα εκτείνει την καλοσύνη του και θα μιλήσει για το παρελθόν του ώστε να ωφελήσει τους μαθητές καθώς επίσης και τα αισθανόμενα όντα του μέλλοντος.
Ο Σεβάσμιος Μιλαρέπα τα άκουσε αυτά και ήρεμα είπε,
‘Ρετσούνγκπα, ήδη γνωρίζεις πολλά για εμένα. Εφόσον όμως ρώτησες, θα σου απαντήσω.”
“Είμαι απόγωνος μια φυλής στο Κιούνγκπο και ο πρόγονός μου είναι ο Τζόσε. Έκανα κακές πράξεις και αργότερα καλές πράξεις. Έχω πλέον σταματήσει να κάνω καλές ή κακές πράξεις. Όλα τα πράγματα με πρόθεση ανήκουν πλέον στο παρελθόν μου και ούτε θα τα κάνω στο μέλλον. Αν αυτά τα πράγματα τα εξηγούσα με λεπτομέρεια, πολλά από αυτά θα έκαναν τους ανθρώπους να κλάψουν και πολλά από αυτά θα τους έκαναν να νιώσουν μεγάλη χαρά. Θα πάρει πολλή ώρα, οπότε ας τα παραλείψουμε. Επέτρεψε σε έναν γέρο άνθρωπο σαν εμένα να ξεκουραστώ.”
“Δάσκαλε!” ο Ρετσούνγκπα γονάτισε και συνέχισε να ικετεύει.
“Μπορείς σε παρακαλώ να μας εξηγήσεις πως καλλιεργήθηκες τόσο επιμελώς, αναζήτησες τον Νόμο του Φο και βελτιώθηκες έως την ολοκλήρωση και την φώτιση; Ήσουν απόγονος του Κιούνγκπο και ο πρόγονός σου ήταν ο Τζόσε. Γιατί τότε το επίθετό σου έγινε Μίλα; Γιατί αρχικά έκανες κακές πράξεις και ύστερα καλές πράξεις; Παρακαλώ, πες μας επίσης εκείνες τις ιστορίες που θα συγκινήσουν τους ανθρώπους μέχρι δακρύων ή θα τους φέρουν μεγάλη χαρα. Αυτή είναι μια παράκληση όχι μόνο από εμένα αλλά και από πολλούς συμμαθητές καθώς και αυτούς που προσφέρουν ελεημοσύνη, οι οποίοι διψάνε να ακούσουν. Σε παρακαλώ να εκτείνεις την καλοσύνη σου προς εμάς.”
“Εφόσον ικετεύεις με αυτόν τον τρόπο, δεν έχω μυστικά, και θα σου πω”, είπε αργά με χαμόγελο ο Σεβάσμιος. “Οι απόγονοί μου ήταν νομάδες της φυλής Κιούνγκπο από την βόρεια περιοχή. Ο Προ-προ-προπάππους μου ήταν ο Τζόσε, γιος ενός Λάμα της Κόκκινης Σέκτας. Όντας ασκούμενος των μάντρα και υποστηριζόμενος από θεότητες, τα ξόρκια του είχαν μεγάλη δύναμη. Μια χρονιά αποδήμησε στο πίσω μέρος του Θιβέτ. Ταξίδεψε σε ένα μέρος στο βόρειο Θιβέτ που ονομάζεται Τσουνγκπάτσι, όπου βρήκε ανθρώπους οι οποίοι υπέφεραν από μια μάστιγα δημιουργημένη από δαίμονες. Επειδή τα ξόρκια του ήταν πολύ ισχυρά και εξάλειψε πολλούς δαίμονες, όλο και περισσότεροι άνθρωποι άρχισαν να πιστεύουν σε αυτόν. Οι ντόπιοι του ζήτησαν να μείνει, οπότε εγκαταστάθηκε εκεί και αργότερα έκανε οικογένεια.”
“Μια άλλη χρονιά, ένα φάντασμα πήγε εκεί για αν βλάψει τους ανθρώπους. Υπήρχε μια οικογένεια που δεν πίστευε στον Τζόσε Λάμα καθόλου. Το φάντασμα δημιούργησε μπελάδες για την οικογένεια αυτή. Τα ζωντανά τους πέθαναν ή έφυγαν μακριά, και οι άνθρωποι αρρώστησαν και έβλεπαν φαντάσματα κατά την διάρκεια της ημέρας. Αυτά συνέβαιναν καθημερινά. Κανείς από τους ιατρούς που επισκέφθηκε την οικογένεια δεν μπόρεσε να γιατρέψει τις αρρώστιες τους. Κανένας από τους λάμα που κλήθηκαν να υποτάξουν το φάντασμα δεν τα κατάφερε, αντιθέτως όλοι τους έφυγαν εξουθενωμένοι μετά από την μάχη τους με το φάντασμα. Στο τέλος, δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να κάνει η οικογένεια. Ένας φίλος τους είπε, “Πρέπει να πάτε να ψάξετε τον Τζόσε Λάμα. Οι άλλοι δεν μπορούν να τα καταφέρουν!”
“Ένα μέλος της οικογένειας είπε, ‘Εφόσον μπορεί να θεραπευτεί αυτός ο καρκίνος, θα σκεφτούμε να πάρουμε ακόμα και έλαιο σκύλου. Εντάξει λοιπόν, θα τον καλέσουμε’.”
“Η οικογένεια τότε, έστειλε κάποιον να καλέσει τον Τζόσε Λάμα.”
“Προτού φτάσει την σκηνή της οικογένειας, Ο Τζόσε Λάμα είδε το φάντασμα από μακριά. Το φάντασμα είδε τον Τζόσε και άρχισε να τρέχει. Η θεϊκή δύναμη του Τζόσε Λάμα παρουσιάστηκε, και φώναξε δυνατά, ‘Φάντασμα! Εγώ, ο Κιούνγκπο Τζόσε, ειδικεύομαι στο να πίνω το αίμα των δαιμόνων και στο να ξεριζώνω τους τένοντες τους. Αν έχεις τα κότσια, στάσου και μην τρέχεις μακριά’!”
“Με αυτά τα λόγια έτρεξε προς το φάντασμα. Το φάντασμα έτρεμε από φόβο και έκλαιγε λέγοντας, ‘Τρομακτικό! Τρομακτικό! Μίλα! Μίλα! (το επιφώνημα ‘Μίλα’ στη Θιβετιανή γλώσσα εκφράζει το κακό συναίσθημα κάποιου όταν βλέπει γίγαντα.)”
“Ο Τζόσε προσέγγισε το φάντασμα και αυτό συρρικνώθηκε, μην τολμώντας να κουνηθεί. Είπε με φωνή τρεμάμενη, ‘Αγαπητέ Λάμα, δεν τόλμησα να πάω σε μέρη όπου έχεις πάει. Ποτέ σου δεν ήρθες εδώ, και έτσι εγώ τόλμησα να έρθω. Σε παρακαλώ χάρισε μου την ζωή’!”
“Ο Τζόσε Λάμα διέταξε το φάντασμα να υποσχεθεί πως δεν θα πειράζει τους ανθρώπους πια. Το φάντασμα δεν είχε άλλη επιλογή και έτσι έδωσε τον όρκο του. Έπειτα ο Τζόσε Λάμα το άφησε να φύγει.”
“Το φάντασμα ύστερα κυρίευσε το σώμα ενός άλλου ατόμου και είπε, ‘Μίλα! Μίλα! Αυτός ο άνθρωπος είναι πολύ ισχυρός! Δεν έχω φοβηθεί ποτέ μου τόσο πολύ σε όλη μου την ζωή. Είναι παντοδύναμος! Μίλα! Μίλα!’”
“Εξαιτίας αυτού, ο Τζόσε Λάμα έγινε πιο διάσημος και οι άνθρωποι του έδωσαν το παρατσούκλι Μίλα Λάμα ως ένδειξη σεβασμού. Αργότερα έγινε το επίθετο της οικογένειας. Και έτσι το όνομα Μίλα Λάμα έγινε πασίγνωστο.”
“Ο Κιούνγκπο Τζόσε είχε μόνο έναν γιο και δύο εγγόνια. Το πρώτο του εγγόνι, ο Μίλα Ντότον Σένγγε, είχε μονάχα έναν γιο που τον έλεγαν Ντόρτζε Σένγγε.”
“Ο Ντόρτζε Σένγγε είχε φυσικό ταλέντο στον τζόγο και του άρεσε ιδιαίτερα να ρίχνει ζάρια. Οι ικανότητές του στον τζόγο ήταν κορυφαίες και πάντοτε κέρδιζε όταν έριχνε τα ζάρια.”
“Μιά χρονιά, ένας περιπλανώμενος απατεώνας ήρθε στο Τσουνγκπάτσι. Ήταν πολύ καλός στον τζόγο και ζούσε από αυτό. Αφού κέρδισε αρκετά λεφτά και άκουσε πως στον Ντόρτζε Σένγγε άρεσε ο τζόγος, τον κάλεσε για μια παρτίδα ζάρια.”
“Την πρώτη μέρα, για να δοκιμάσει τις ικανότητες του Ντότζε Σένγγε, ο απατεώνας πόνταρε ένα μικρό ποσό και έχασε σκόπιμα. Την επόμενη μέρα, έδειξε τις ικανότητές του και κέρδισε τον Ντόρτζε Σένγγε πανεύκολα. Μην έχοντας βιώσει ποτέ του τέτοια ήτα, ο Ντόρτζε Σένγγε ήταν πολύ αναστατωμένος και είπε στο απατεώνα, ‘Αύριο, θα κερδίσω πίσω όλα τα λεφτά μου. Τολμάς να βάλεις ένα στοίχημα μαζί μου ξανά?’”
“ ‘Φυσικά!’ είπε ο απατεώνας ελαφρά την καρδία.”
“Την τρίτη, τέταρτη και πέμπτη μέρα, ο απατεώνας έχανε κάθε φορά, είτε σκόπιμα είτε από κακή του τύχη.”
“Ο απατεώνας τότε τον κάλεσε σε μια αποφασιστική μάχη, ‘Ντόρτζε Σένγγε! Κάθε μία από αυτές τις μέρες χάνω από σένα, οπότε προτείνω αύριο και οι δύο μας να ποντάρουμε όλη μας την περιουσία, τα ζωντανά, την γη, το μαλλί, τα λεφτά και τα κοσμήματα. Με μάρτυρες τους χωριανούς, θα υπογράψουμε μια συμφωνία για μια τελευταία αναμέτρηση και κανείς από τους δύο μας δεν επιτρέπεται να κάνει πίσω, όποιος και αν κερδίσει. Θέλεις να το κάνουμε;’”
“Ο Ντόρτζε Σένγγε συμφώνησε χωρίς να διστάσει.”
“Την επόμενη μέρα, οι χωριανοί επικύρωσαν τα στοιχήματά τους και τους παρακολούθησαν. Και οι δύο ήταν πολύ αγχωμένοι όταν έριχναν τα ζάρια. Στο τέλος, ο Ντόρτζε Σένγγε έχασε τα πάντα.”
“Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Ντόρτζε Σένγγε δεν είχε άλλη επιλογή από το να φύγει από την πόλη του και να αφήσει τους ανθρώπους του και να περιπλανιέται. Ο πατέρας του, ο Ντότον Σένγγε, τον πήρε και εγκαταστάθηκαν σε ένα μικρό χωριό που λέγεται Κιανγκάτσα. Όντας ικανός με τα ξόρκια, ο Ντότον Σένγγε κατάφερε να υποτάξει δαίμονες και να θεραπεύσει αρρώστιες. Έβγαζε τα προς το ζην με αυτές του τις ικανότητες και είχε ένα σταθερό εισόδημα. Ο Ντόρτζε Σένγγε άλλαξε και σταμάτησε εντελώς να ασχολείται με τον τζόγο. Δούλευε σκληρά στην επιχείρησή του, μεταφέροντας μαλλί στο νότο για να το πουλήσει τον χειμώνα και ανταλλάσσοντας ζώα με τους βόρειους νομάδες το καλοκαίρι. Επίσης, ταξίδευε σε διάφορα μέρη για μικρές επιχειρηματικές συναλλαγές. Η σκληρή δουλειά απέδωσε και κατάφερε να μαζέψει μια μικρή περιουσία.”
“Ο Ντότζε Σένγγε αργότερα παντρεύτηκε μία ντόπια κοπέλα. Μαζί, έκαναν έναν γιο που τον ονόμασαν Μίαλ Σεράμπ Γκιέλτσεν (ο πατέρας του Μιλαρέπα).”
“Όταν ο Σεράμπ Γκιέλτσεν έγινε είκοσι χρονών, παντρεύτηκε την Νιάνγκτσα Κάργκιεν (την μητέρα του Μιλαρέπα). Η Νιάνγκτσα Κάργκιεν ήταν από μια ντόπια πλούσια οικογένεια. Ήταν έξυπνη και πολύ ικανή. Ολόκληρη η οικογένεια ζούσε μια χαρούμενη και πλούσια ζωή.”
“Μετά από λίγο, έχτισαν μια τριώροφη βίλα δίπλα από το Τρίγωνο του Όρμα με τέσσερις κολώνες και οκτώ δοκούς. Δίπλα στην βίλα, πρόσθεσαν έναν στάβλο και μια κουζίνα.”
“Τότε πλέον, οι συγγενείς του Μίλα Ντότον Σένγγε στην πόλη από όπου κατάγονταν είχαν ακούσει για την περιουσία του Ντόρτζε Σένγγε στην Κιανγκάτσα. Τα ξαδέρφια του Σεράμπ Γκιέλτσεν, ο Γιούνγκντρανγκ Γκιάλτσεν και η Κιούνγκτσα Πάλντρεν, που ήταν αδελφός και αδελφή, επίσης μετακόμισαν στην Κιανγκάτσα. Ο Σεράμπ Γκιέλτσεν πραγματικά εκτιμούσε τους συγγενείς του και έκανε ότι μπορούσε για να τους βοηθάει. Τους δάνειζε χρήματα και τους έμαθε πως να κάνουν δουλειές. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα, τα ξαδέρφια του έγιναν και εκείνα πλούσια.”
“Ο καιρός πέρασε γρήγορα. Αρκετά χρόνια αργότερα, η Νιάνγκτσα Κάργκιεν έμεινε έγκυος. Εκείνο τον καιρό, ο Σεράμπ Γκιέλτσεν είχε αγοράσει αρκετά αγαθά από τον νότο και είχε πάει στο βορρά να τα ανταλλάξει με τους νομάδες.”
“Γεννήθηκα στις 25 Αυγούστου (το 1052 μΧ). Η μητέρα αμέσως έστειλε κάποιον να παραδόσει ένα γράμμα στον πατέρα, τον Σεράμπ Γκιέλτσεν. Έγραψε, ‘Γέννησα ένα αγόρι. Σε παρακαλώ γύρνα σπίτι, δώσε του ένα όνομα και ετοιμάσου για γλέντι με τους συγχωριανούς. Η συγκομιδή του φθινοπώρου επίσης πλησιάζει. Σε παρακαλώ γύρνα πίσω σύντομα.’”
“Ο αγγελιοφόρος παρέδωσε το γράμμα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Έδωσε επίσης και μια λεπτομερή περιγραφή του νεογέννητου μωρού και την οικογενειακή κατάσταση, προτρέποντας τον πατέρα να επιστρέψει και να μου δώσει ένα όνομα και να γιορτάσει. Ο πατέρας ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος. Είπε χαμογελώντας, ‘Υπέροχα! Υπέροχα! Έχω ήδη σκεφτεί ένα όνομα για το μωρό. Κάθε γενιά της οικογένειας Μίλα είχε πάντα μονάχα ένα αγόρι. Είμαι εξαιρετικά ευτυχής που ακούω πως έχουμε γιο και πάλι. Το όνομά του θα είναι Τοπάγκα (κάτι που χαίρεσαι να ακούς)!”
“Επομένως, ο πατέρας έσπευσε να ολοκληρώσει τις δουλειές του και να επιστρέψει σπίτι, για να με ονομάσει Τοπάγκα. Όταν μεγάλωσα, μου άρεσε να τραγουδώ. Όποιος άκουγε την φωνή μου την λάτρευε. Έλεγαν, ‘Τοπάγκα, τι χαρούμενο να το ακούς. Αυτό το όνομα είναι ιδανικό για σένα!’”
“Όταν ήμουν τεσσάρων, μάνα μου γέννησε ένα κοριτσάκι και την ονόμασε Πέτα. Θυμάμαι πως όταν ήμασταν μικροί, η αδελφή μου και εγώ πάντα ντυνόμασταν με τα καλύτερα ρούχα από σατέν με κοσμήματα στα μαλλιά μας. Οι άνθρωποι που μας επισκέπτονταν ήταν πλούσιοι και ισχυροί. Είχαμε επίσης και πολλούς υπηκόους.”
“Εκείνο τον καιρό, οι άνθρωποι στην Κιανγκάτσα συχνά μιλούσαν μεταξύ τους, ‘Αυτοί οι περιπλανώμενοι από μακριά είναι τώρα τόσο πλούσιοι. Έχουν ζώα και ένα χωράφι απέξω, και μέσα έχουν πιο πολλά σιτηρά και από όσα μπορούν να φάνε και πιο πολλά ρούχα από όσα μπορούν να φορέσουν. Είναι τόσο τυχεροί!’ Μας θαύμαζαν και μας ζήλευαν. Αλλά αυτή η ευτυχισμένη ζωή δεν κράτησε για πολύ αφότου πέθανε ο πατέρας Μίλα Σεράμπ Γκιέλτσεν.”
Ο Ρετσούνγκπα ρώτησε, “Δάσκαλε, αφότου πέθανε ο πατέρας σου, υπέφερες πολύ? Ακούσαμε πως η εμπειρία σου ήταν πολύ σκληρή. Θα μπορούσες να μας μιλήσεις για αυτήν?”
(Συνεχίζεται)
* * *
Μπορείτε ελεύθερα να εκτυπώσετε και να δημοσιοποιήσετε όλα τα άρθρα που είναι δημοσιευμένα στο Clearharmony μαζί με το περιεχόμενό τους, αλλά παρακαλούμε να παραθέσετε την πηγή.