Κατά την διάρκεια της Δυναστείας Τανγκ, υπήρχε ένας άνδρας που ονομαζόταν Γουέι Γκου ο οποίος έμενε στο Ντουλίνγκ της Κίνας. Ήταν ορφανός από νεαρή ηλικία. Αφού μεγάλωσε, ήθελε να παντρευτεί και να έχει οικογένεια το συντομότερο δυνατόν. Ανέθεσε σε κάποιον να αναζητήσει μια γυναίκα για αυτόν, αλλά χωρίς επιτυχία. Το δεύτερο χρόνο του Γιουάνχο (806 -820 μ.Χ.), ταξίδεψε στην περιοχή Τσίνγκχο και έμεινε σε ένα πανδοχείο νότια της πόλης Σονγκτσέν. Ένας πελάτης στο πανδοχείο πρότεινε να κάνει πρόταση στην κόρη τού Σίμα Πανφάνγκ, ο οποίος μένει στο Σονγκτσέν. Κανόνισαν να συναντηθούν την επόμενη μέρα στην είσοδο του ναού Λονγκσίν για να συζητήσουν το ζήτημα.
Για να δείξει ότι ήταν σοβαρός για τον γάμο, ο Γουέι ήταν στο μέρος της συνάντησης πριν την αυγή. Όταν έφτασε εκεί, είδε έναν ηλικιωμένο άνδρα να κάθεται στις σκάλες του ναού εξετάζοντας μια λίστα βιβλίων υπό το φως του φεγγαριού. Ο Γουέι ήσυχα κοίταξε τον κατάλογο των βιβλίων, αλλά δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τους χαρακτήρες των τίτλων των βιβλίων.
Ο Γουέι ρώτησε τον ηλικιωμένο άνδρα, «Ποιό βιβλίο ψάχνετε; Έχω μελετήσει πολύ από τότε που ήμουν μικρός και είναι σπάνιο να συναντήσω χαρακτήρες τους οποίους δεν αναγνωρίζω. Μπορώ ακόμα και Σανσκριτικά να διαβάζω. Ωστόσο, δεν είμαι εξοικειωμένος με τα βιβλία που ψάχνετε. Τι είναι ;» Ο ηλικιωμένος άνδρας χαμογέλασε και απάντησε, «Αυτά είναι βιβλία από τον κάτω κόσμο. Αφού δεν ανήκουν σε αυτόν τον κόσμο, φυσικά δεν τα έχεις δει. Είμαι από τον κάτω κόσμο και είμαι αρμόδιος των δεσμών εδώ πέρα. Υποτίθεται ότι δεν θα σε συναντούσα, δεδομένου ότι είμαστε διαχωρισμένοι από το γιν και το γιάνγκ, αλλά ήρθες εδώ νωρίς, και δεν σε περίμενα.»
Ο Γουέι ρώτησε τον ηλικιωμένο άνδρα, «Για ποιό πράγμα είστε αρμόδιος;» Απάντησε, «Είμαι αρμόδιος για τους γάμους αυτού του κόσμου.» Ο Γουέι ενθουσιάστηκε και τον ρώτησε, « Ήμουν ορφανός όταν ήμουν μικρός έτσι ήθελα να παντρευτώ γρήγορα ώστε να μπορώ να έχω απογόνους. Έχω κάνει πρόταση γάμου σε πολλά κορίτσια πάνω από δώδεκα χρόνια, αλλά χωρίς καμία επιτυχία. Θα συναντήσω ένα φίλο εδώ σήμερα για να συζητήσουμε να παντρευτώ την κόρη τού Σίμα Πανφένγκ, ο οποίος μένει στο Σονγκτσέν. Θα γίνει έτσι;»
Ο ηλικιωμένος άνδρας είπε στον Γουέι, «Όχι. Αν δεν προορίζεσαι να παντρευτείς κάποιον, ακόμα και αν αυτός είναι από χαμηλή κοινωνική τάξη και καταδέχεσαι να τον παντρευτείς και πάλι δεν θα γίνεται. Η σύζυγός σου μόλις πέρασε τα τρίτα της γενέθλια. Θα παντρευτείτε όταν θα είναι 17 ετών.»
Ο Γουέι ρώτησε τον ηλικιωμένο άνδρα, «Τι κουβαλάς μέσα στην τσάντα σου;» Απάντησε, « Κόκκινες κλωστές. Τις χρησιμοποιώ για να δένω τα πόδια του άνδρα και την γυναίκας στον ανθρώπινο κόσμο. Όταν ένας άνθρωπος γεννιέται, αυτός ή αυτή ήδη έχει μια κλωστή δεμένη με το πόδι του μελλοντικού του συζύγου. Δεν έχει σημασία αν οι δυο τους είναι εχθροί, ή εάν ο ένας είναι πλούσιος ή φτωχός, ή εάν μένουν στις δύο πιο μακρινές γωνιές του κόσμου. Μόλις αυτή η κόκκινη κλωστή τους συνδέσει, δεν μπορούν να παρακούσουν τη μοίρα τους. Το πόδι σου είναι δεμένο με κάποια. Τίποτα δεν πρόκειται να το αλλάξει, ανεξάρτητα από τον ενθουσιασμό σου για την επιδίωξη ενός πρώιμου γάμου.»
Ο Γουέι ρώτησε, «Που βρίσκεται η γυναίκα μου; Τι κάνει η οικογένειά της ;» Ο ηλικιωμένος άνδρας του είπε, «Η γυναίκα σου είναι η κόρη μιας γυναίκας που λέγεται Τσεν. Πουλάει λαχανικά σε μια αγορά βόρεια του πανδοχείου.» Ο Γουέι ρώτησε: «Μπορώ να τη δω;» «Η Τσεν παίρνει συχνά την κόρη της στην αγορά. Ακολούθησέ με, μπορώ να στη δείξω», είπε ο ηλικιωμένος άνδρας.
Ο φίλος του Γουέι ποτέ δεν φάνηκε εκείνη την ημέρα. Ο Γουέι ακολούθησε τον ηλικιωμένο άνδρα στην αγορά. Μια ηλικιωμένη γυναίκα με το ένα μάτι της τυφλό, πέρασε από μπροστά τους κρατώντας ένα κορίτσι τριών ετών. Το κορίτσι ήταν άσχημο και τα ρούχα του κοριτσιού ήταν φθαρμένα. Ο ηλικιωμένος άνδρας έδειξε προς το κορίτσι και είπε στον Γουέι ότι ήταν η γυναίκα του. Ο Γουέι θύμωσε πάρα πολύ: «Μπορώ να τη σκοτώσω;» «Το κορίτσι έχει ένα καλό μέλλον, και θα έχει μια πλούσια ζωή μαζί σου. Δεν θα έπρεπε να σκοτωθεί», είπε ο ηλικιωμένος άνδρας και έπειτα εξαφανίστηκε.
Ο Γουέι ήταν ανήσυχος, «Αυτό το γέρικο φάντασμα είναι παράλογο. Γεννήθηκα σε μια μορφωμένη οικογένεια με κύρος. Θα έπρεπε να παντρευτώ κάποιον ισότιμο. Ακόμα και αν ποτέ δεν παντρευτώ, θα μπορούσα να είμαι φίλος με μια όμορφη γυναίκα. Γιατί θα πρέπει να παντρευτώ μιας τυφλής γυναίκας την άσχημη κόρη;» Ακόνισε ένα μαχαίρι και το έδωσε στον υπηρέτη του, « Είσαι ένας ικανός άνθρωπος. Αν σκοτώσεις αυτό το κορίτσι για μένα, θα σε ανταμείψω με πολλά χρήματα.»
Την επόμενη μέρα, ο υπηρέτης του Γουέι έβαλε το μαχαίρι στο μανίκι του και πήγε στη αγορά να δολοφονήσει το κορίτσι. Τα πλήθος ήταν χαοτικό. Ο Γουέι και ο υπηρέτης του απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλον κατά την διάρκεια του χάους. Ρώτησε με αγωνία τον υπηρέτη του αν μαχαίρωσε το κορίτσι. Ο υπηρέτης τού είπε, «Στόχευσα την καρδιά της, αλλά αστόχησα και μαχαίρωσα ανάμεσα στα φρύδια της.» Μετά από αυτό, ο Γουέι έκανε πρόταση πολλές φορές σε πολλές γυναίκες, αλλά δεν είχε καμία τύχη.
Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ο Γουέι εργαζόταν για τον Γουάν Τάι μέσω μιας παλιάς γνωριμίας του πατέρα του. Ο Γουέι ήταν ο επικεφαλής της Εισαγγελίας της Σιανγκτζόου. Ήταν υπεύθυνος για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και να κάνει ανακρίσεις. O Γουάν θαύμαζε τη μεγάλη ικανότητα του Γουέι και αποφάσισε να επιτρέψει στην 17 χρονών κόρη του να παντρευτεί τον Γουέι.
H κόρη του Γουάν ήταν ενάρετη και ευφυής. Ήταν πανέμορφη αλλά πάντα είχε κολλημένο ένα λουλούδι ανάμεσα στα φρύδια της. Δεν θα το έβγαζε ακόμα και αν έκανε μπάνιο ή ήταν μόνη της. Ένα χρόνο αφού παντρεύτηκαν, ο Γουέι ξαφνικά θυμήθηκε την δολοφονία στην αγορά χρόνια πριν και ρώτησε την γυναίκα του για το λουλούδι. Η γυναίκα του έκλαψε και του είπε, «Υιοθετήθηκα από τον Γουάν Τάι, τον επικεφαλής της Εισαγγελίας. Ο πατέρας μου ήταν κάποτε ο δικαστής στην πόλη Σονγκτσέν. Όταν πέθανε, ήμουν ακόμα μωρό. Η μητέρα μου και ο μεγαλύτερός μου αδερφός πέθαναν μετά από αυτό, αφήνοντας μια αγροικία στα νότια. Έζησα με την νταντά μου την Τσεν. Επειδή μέναμε κοντά σε μια αγορά, η Τσεν ζούσε πουλώντας λαχανικά. Όταν ήμουν τριών ετών, ένας κακοποιός με μαχαίρωσε την ώρα που με κρατούσε η Τσεν στην αγορά. Το χτύπημα άφησε ένα σημάδι ανάμεσα στα φρύδια μου και επομένως το καλύπτω με ένα λουλούδι. Περίπου επτά χρόνια μετά, όταν ο πατριός μου ήταν στο Λουόνγκ, με υιοθέτησε σαν κόρη του.»
Ο Γουέι ρώτησε τη γυναίκα του εάν η Τσεν ήταν τυφλή στο ένα μάτι. Η γυναίκα του το επιβεβαίωσε και ρώτησε πως το ήξερε αυτό. Ο Γουέι της είπε ότι ήταν το πρόσωπο που διέταξε τη δολοφονία και της είπε τα πάντα που συνέβησαν τότε. Αφού έμαθαν τι συνέβη, σέβονταν ο ένας τον άλλον ακόμα πιο πολύ. Είχαν έναν γιo και τον ονόμασαν Κουν. Όταν ο Κουν μεγάλωσε, έγινε ο επικεφαλής του νομού Γιάνμεν. H γυναίκα του Γουέι τιμήθηκε ως η Κυρία του νομού Ταϊγιουάν. Όταν ο δικαστής του Σονγκτσέν έμαθε για την ιστορία τους, ονόμασε το πανδοχείο στο οποίο έμεινε ο Γουέι 14 χρόνια πριν, «Πανδοχείο των Αρραβώνων».
Η ιστορία μάς λέει ότι ο γάμος είναι προκαθορισμένος. Έχει αποφασιστεί με βάση το κάρμα και την αρετή κάποιου και δεν μπορεί να το αλλάξει. Ο Γουέι αρνήθηκε να αναγνωρίσει το πεπρωμένο του. Δεν θα μπορούσε ποτέ να ξέρει ότι η γυναίκα του θα άλλαζε από ένα άσχημο κορίτσι σε μια όμορφη, ενάρετη γυναίκα. Η επιδίωξή του μιας συζύγου ίδιας κοινωνικής θέσης και εμφανίσιμης δεν άλλαξε τίποτα εκτός από το να αφήσει ένα σημάδι στο όμορφο πρόσωπο της γυναίκας του.
Σε μια ηθικά εκφυλισμένη κοινωνία, οι σχέσεις μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας είναι περίπλοκες. Δεν είναι ασυνήθιστο να βλέπεις άνδρες και γυναίκες να διαπράττουν μοιχεία, να εγκαταλείπουν τον σύζυγό τους, να μαλώνουν και να τερματίζουν τους γάμους τους με ένα διαζύγιο. Ίσως ο Λι Φουγιάν από τη δυναστεία Τανγκ προσπαθούσε να πει κάτι στους ανθρώπους τού σήμερα μέσα από την ιστορία του, «Το Πανδοχείο των Αρραβώνων».
* * *
Here is the article in English language:
http://en.clearharmony.net/articles/a58515-article.html
Μπορείτε ελεύθερα να εκτυπώσετε και να δημοσιοποιήσετε όλα τα άρθρα που είναι δημοσιευμένα στο Clearharmony μαζί με το περιεχόμενό τους, αλλά παρακαλούμε να παραθέσετε την πηγή.