Η ιστορία καλλιέργειας του Βούδα Mιλαρέπα (Μέρος 3) 

Facebook Logo LinkedIn Logo Twitter Logo Email Logo Pinterest Logo

Από τα αρχαία χρόνια, τα Ιμαλάια ήταν η περιοχή όπου ζούσαν πολλοί καλλιεργητές. Οι άνθρωποι εκεί ζουν μια απλή, σεμνή ζωή, και όλοι τραγουδούν και χορεύουν. Επίσης σέβονται τον Φα του Βούδα. Σχεδόν μια χιλιετία πριν, υπήρχε ένας καλλιεργητής σε αυτή την περιοχή που ονομαζόταν Mιλαρέπα. Ενώ το πλήθος των Βούδων και των Μποντισάτβα έζησε πολλές ζωές και πέρασε από πολλές συμφορές πριν καλλιεργηθεί έως την Ολοκλήρωση, ο Μιλαρέπα πέτυχε ισοδύναμη ισχυρή αρετή σε μια μόνο ζωή και αργότερα έγινε γνωστός ως ο ιδρυτής της Λευκής Αίρεσης του Θιβετιανού Βουδισμού.

Συνέχεια από μέρος δευτερο (https://bit.ly/2ZsYDP2)

Ο Ρεχούνγκμπα ρώτησε, "Δάσκαλε, είπατε στην αρχή ότι κάνατε κακές πράξεις. Τι κάνατε;"
Ο Μιλαρέπα απάντησε, "Πρώτον, παρήγαγα τεράστιες ποσότητες κακού κάρματος κάνοντας ξόρκια και προκαλώντας χαλαζοθύελλες."

"Δάσκαλε", ρώτησε ο Ρετχούνγκπα, "Γιατί ήθελες να μάθεις ξόρκια;"

Ο Μιλαρέπα απάντησε, " Θα γινόταν μια γιορτή στην πεδιάδα Κυάνγκατς τον καιρό που ήμουν μαθητής ενός λάμα από την Κόκκινη Αίρεση. Οι χωρικοί κάλεσαν τον δάσκαλό μου ως επίτιμο καλεσμένο, και αυτός με πήρε μαζί του. Οι άνθρωποι στη γιορτή μου σέρβιραν κρασί. Υπήρχε τόσο πολύ ωραίο κρασί εκείνη τη μέρα. Όλοι έπιναν το κατά δύναμιν κι εγώ το ίδιο έκανα. Μετά από αυτό, με το στομάχι μου γεμάτο άρχισα να ζαλίζομαι. Ήμουν μεθυσμένος.

Βλέποντάς με μεθυσμένο, ο δάσκαλος μου είπε να επιστρέψω στο ναό πίσω με τις προσφορές. Πήρα τον δρόμο προς τον λόφο, χαλαρός και χωρίς καμία ανησυχία. Έφερα στο νου μου αυτούς που τραγουδούσαν στην γιορτή. Οι φωνές τους ήταν τόσο όμορφες. Όπως συνέχισα να τους σκέφτομαι, αν και ο λαιμός μου με γρατζουναγε, άρχισα να τραγουδώ.

Το τραγούδι μου ήταν γνωστό στο χωριό. Ήμουν επίσης μεθυσμένος και χαρούμενος, έτσι η φωνή μου ήταν δυνατή και καθαρή. Η μελωδία ήταν όμορφη, πετούσα με το μυαλό μου. Τα πόδια μου πέταγαν, και πήδαγα και χόρευα καθώς συνέχιζα να τραγουδώ και να περπατώ. Χωρίς να το καταλάβω, έφτασα σπίτι.

Ακόμα και όταν έφτανα στην πόρτα, χόρευα ακόμα και τραγουδούσα. Εκείνη την στιγμή, η μητέρα μου τηγάνιζε σιτάρι. Ξαφνιάστηκε από τη φωνή, μουρμουρίζοντας, «Αυτή η φωνή είναι ακριβώς όπως του γιου μου. Αλλά ίσως δεν υπάρχουν άνθρωποι στον κόσμο που να έχουν μια ζωή τόσο πικρή όσο η δική μας. Δεν νομίζω ότι ο γιος μου θα μπορούσε να τραγουδά τόσο ευτυχισμένα. Προβληματισμένη ωστόσο και από περιέργεια, πήγε στο παράθυρο να ρίξει μια ματιά. Βλέποντας ότι ήμουν εγώ, έγινε τόσο έξαλλη που όλο της το σώμα άρχισε να τρέμει. Πετώντας από το χέρι της τις λαβίδες φωτιάς και ρίχνοντας κάτω τη σπάτουλα, δεν την ένοιαζε αν το σιτάρι θα καεί. Πήρε ένα ραβδί στο δεξί της χέρι, μάζεψε μια χούφτα στάχτη στο αριστερό, και έτρεξε κάτω. Αφού βγήκε από την πόρτα, πέταξε την στάχτη στο πρόσωπό μου και με χτύπησε άγρια στο κεφάλι, φωνάζοντας, «Μίλα Σεράμπ Γκιέλτσεν, Πατέρα της οικογένειας! Κοίτα τον γιο σου! Η οικογένεια μας τελείωσε! Κοιτάξτε μας, εμένα την καημένη μητέρα και τον γιο!

Έκλαιγε, ούρλιαζε και στο τέλος λιποθύμησε από τον θυμό της. Η αδερφή μου η Πέτα έτρεξε έξω από το σπίτι, κλαίγοντας και ικετεύοντας,
"'Αδελφέ μου! Κοίτα τι έκανες! Κοίτα τι έπαθε η μητέρα!”
Το ξαφνικό χάος με ταρακούνησε και τα λόγια της αδελφής μου με ξύπνησαν. Ντροπή και θλίψη ένιωσα, και δακρυσα από ενοχή. Η αδελφή μου κι εγώ κλάψαμε καθώς κρατούσαμε τα χέρια της μητέρας, κουνώντας την και μιλώντας της. Μετά από κάποια ώρα, ανέκτησε τις αισθήσεις της. Με δάκρυα στα μάτια, με κοίταξε και είπε: “Γιε μου, υπάρχει κάποιος σε αυτόν τον κόσμο πιο δυστυχής από εμάς; Πώς μπορείς να τραγουδάς τόσο ευτυχισμένα; Αν ρίξεις μια ματιά στη μητέρα σου, εμένα τη γριά, θα στεγνώσεις από δάκρυα”.

Με αυτά τα λόγια, έκλαιγε πάλι, το ίδιο και η αδελφή μου κι εγώ. Μετά από λίγο, σταμάτησα να κλαίω και είπα αποφασιστικά, "Μητέρα, σε παρακαλώ σταμάτα να είσαι τόσο λυπημένη. Αυτό που είπες είναι αλήθεια. Τώρα το αποφάσισα, αν έχεις μια επιθυμία, δεν έχει σημασία τι πρέπει να κάνω για να την πραγματοποιήσω, υπόσχομαι να την πραγματοποιήσω!”

"'Θέλω να εκδικηθούμε αυτούς τους κατάπτυστους εχθρούς μας που φορούν λεπτούς μανδύες και οδηγούν άλογα. Είμαστε αδύναμοι και δεν έχουμε βοήθεια. Έτσι, ο μόνος τρόπος για να πάρουμε εκδίκηση είναι τα θανατηφόρα ξόρκια. Θέλω να μάθεις αυτά τα ξόρκια και τις τεχνικές χαλαζόπτωσης. Θέλω να μάθεις τα πάντα και να επιστρέψεις για να σκοτώσεις τον θείο, τη θεία και τους σκληρούς γείτονες μας και τις οικογένειές τους. Αυτή είναι η μόνη μου επιθυμία. Μπορείς να το κάνεις;”
"Το υπόσχομαι. Θα μπορούσες να μου δώσεις τα έξοδα του ταξιδιού μου και τις προσφορές στον δάσκαλο μου;” Απάντησα με αποφασιστικότητα.

Έτσι, η μητέρα πούλησε το ήμισυ της υπόλοιπης γης από την προίκα της και αγόρασε ένα μεγάλο, ακριβό κόσμημα. Αγόρασε έπειτα ένα άσπρο άλογο, ένα καλάθι με χρωστικές ουσίες, και δέρμα βοδιού για τον δάσκαλο μου καθώς επίσης και για το ταξίδι. Έμεινα σε ένα κοντινό ξενοδοχείο για αρκετές ημέρες, περιμένοντας τους συντρόφους του ταξιδιού μου.

Σε λίγο, πέντε καλοί νέοι που κατευθύνονταν προς το Γου-Tσανγκ (δυτικό και κεντρικό Θιβέτ) για να μάθουν ξόρκια με βρήκαν. Ήμουν ευτυχής που τους συνάντησα και ρώτησα αν θα μπορούσα να ταξιδέψουμε μαζί. Ήταν επίσης ευτυχείς να έχουν έναν άλλο συνταξιδιώτη και συμφώνησαν ότι θα μπορούσαμε να ταξιδέψουμε μαζί.

Τους κάλεσα στο σπίτι μου να μείνουν μερικές μέρες. Η μητέρα τους συμπεριφέρθηκε καλά, και καθώς είμασταν έτοιμοι να φύγουμε, είπε: “Ο γιος μου είναι νέος και αδαής. Φοβάμαι ότι μπορεί να μην είναι αυστηρός με τον εαυτό του. Ελπίζω ότι θα τον ενθαρρύνετε συχνά να μάθει καλά τα ξόρκια. Θα σας ανταμείψω καλά όταν επιστρέψετε”.

Συμφώνησαν να με φροντίσουν και διαβεβαίωσαν τη Μητέρα.
Έτσι ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε. Η βαφή και οι αποσκευές ήταν δεμένες πάνω στο άλογο, ενώ το κόσμημα ήταν κρυμμένο πάνω μου. Η μητέρα περπάτησε μαζί μας για αρκετή ώρα και μας πρόσφερε αποχαιρετιστήρια ποτά στο δρόμο. Για άλλη μια φορά, θύμισε στους φίλους μου να με φροντίσουν καλά. Αργότερα με πήρε στο πλάι και έπιασε τα χέρια μου. Ένα αίσθημα χωρισμού γέμισε τις καρδιές μας και σχεδόν μας έπνιξε, κοιταζόμασταν σιωπηλά. Υπήρχαν τόσα πολλά λόγια που θέλαμε να πούμε, αλλά δεν ξέραμε από πού να ξεκινήσουμε.

Μετά από λίγο, η μητέρα έσπασε τελικά τη σιωπή και είπε: “Γιε μου, απλά σκέψου τι έχουμε περάσει. Ό,τι και να γίνει, πρέπει να κάνεις μάγια σ' αυτό το χωριό. Ο λόγος που οι φίλοι σου μαθαίνουν ξόρκια είναι διαφορετικός από τον δικό μας. Απλά θέλουν να βγάλουν τα προς το ζην με αυτήν την ικανότητα. Αλλά εσύ, πρέπει να δουλέψεις σκληρά. Γιε μου, αν επιστρέψεις και δεν γκρεμίσεις το χωριό με μάγια θα πεθάνω μπροστά σου!”

Υποσχέθηκα με πάθος: “Μητέρα, αν δεν τα μάθω με επιτυχία, δεν θα επιστρέψω ποτέ! Σε παρακαλώ, μην ανησυχείς".

Τράβηξα αργά τα χέρια μου από τα χέρια της, επέστρεψα στους φίλους μου και είπα αντίο. Περπάτησα αρκετά βήματα και γύρισα πίσω για να την κοιτάξω. Περπάτησα αρκετά βήματα και γύρισα πίσω για να κοιτάξω ξανά. Δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό μου. Η μητέρα ήταν επίσης απρόθυμη να φύγει μακριά. Ακόμα και όταν ήμασταν πολύ μακριά για να με δει καθαρά, ήταν ακόμα εκεί κοιτάζοντας προς την κατεύθυνσή μας. Σκέφτηκα να τρέξω πίσω να την δω για άλλη μια φορά. Το ένστικτο μου είπε ότι αυτό ήταν το τελευταίο μας αντίο και ότι δεν θα την ξανάβλεπα ποτέ.

Η μητέρα περίμενε μέχρι να μην μπορεί να με δει πια και έκλαιγε στο δρόμο για το σπίτι. Τις επόμενες ημέρες, όλοι στο χωριό έμαθαν ότι ο γιος της Νυαγκτζά Καργκυέν είχε φύγει για να μάθει μαγια.

Οι φίλοι μου και εγώ ταξιδέψαμε τον μεγάλο δρόμο προς το Γου-Tσανγκ. Σε ένα μέρος κοντά στο Θιβέτ, πούλησα τη βαφή και το άλογο σε έναν ντόπιο πλούσιο με αντάλλαγμα χρυσό, το οποίο έφερα μαζί μου. Αφού περάσαμε τον ποταμό Τσανγκπό, συνεχίσαμε προς το Γου (κεντρικό Θιβέτ). Συναντηθήκαμε με πολλούς μοναχούς και ρώτησα αν γνώριζαν έναν δάσκαλο ξυλογραφιών, ξορκιών και τεχνικών χαλαζιού. Ένας μοναχός είπε ότι ένας λάμα με το όνομα Γιουνγκτον Τρογκυάλ είχε επιτύχει πλήρη γνώση αυτών των τεχνικών. Συνεχίσαμε στο ταξίδι μας και, στο τέλος, συναντήσαμε τον λάμα.

Τον προσκυνήσαμε και κάθε ένας από εμάς τους ταξιδιώτες παρουσίασε τις προσφορές τους. Αφιέρωσα τον χρυσό, το κόσμημα και όλα όσα είχα σε αυτόν. Γονάτισα και είπα: “Όχι μόνο ο χρυσός, το κόσμημα και όλα εδώ είναι για σένα, Δάσκαλε, αλλά ακόμη και το σώμα, η ομιλία και το μυαλό μου, όλα όσα έχω είναι αφιερωμένα σε εσάς. Δάσκαλε, οι γείτονες και οι συγγενείς μου διέπραξαν πολύ σκληρές πράξεις εναντίον της οικογένειάς μου. Πρέπει να τους τιμωρήσω με ξόρκι. Δώστε μου τα καλύτερα πινέλα. Ελπίζω επίσης ότι θα μπορούσατε να μου δώσετε ρούχα και φαγητό ενώ μελετώ εδώ”.

Ακούγοντας τα λόγια μου, ο λάμα χαμογέλασε και είπε: “Θα περιμένω και θα δω αν αυτά που λες τα εννοείς”.

Ο Δάσκαλος δεν μας δίδαξε τα πιο βαθιά ξόρκια. Αντ 'αυτού, μας δίδαξε ένα δύο μαγικά, μερικά ξόρκια, και πώς να τα εξασκώ. Αυτό πήρε περισσότερο από ένα χρόνο. Οι συμμαθητές μου τα έμαθαν και ήταν έτοιμοι να επιστρέψουν σπίτι. Ο λάμα έδωσε στον καθένα μας ένα μάλλινο πουλόβερ τοπικής παραγωγής. Μου έλειπε η αυτοπεποίθηση και σκέφτηκα: «Αν επιδιώξω εκδίκηση με αυτά τα μαγικά, μπορεί να μην λειτουργήσουν και η μητέρα θα αυτοκτονήσει». Γι 'αυτό και αποφάσισα να μείνω. Οι συμμαθητές μου με ρώτησαν, "Τοπάγκα, δεν πας σπίτι;"
Απάντησα, "Ναι, θέλω επίσης να επιστρέψω. Αλλά δεν έχω μάθει αρκετά και αισθάνομαι άβολα να επιστρέψω”.

Οι πέντε από αυτούς είπαν: "Αυτά τα ξόρκια είναι ήδη πολύ βαθιά. Ο ίδιος ο Λάμα είπε ότι δεν υπάρχουν ξόρκια πιο προχωρημένα από αυτά. Είμαστε σίγουροι ότι θα μας φέρουν φήμη και κοινωνική θέση στη γενέτειρά μας. Αλλά αν θέλεις να μείνεις περισσότερο, δεν έχουμε πρόβλημα. Από σένα εξαρτάται”.

Έτσι, αποχαιρέτησαν τον Δάσκαλο και επέστρεψαν στο σπίτι. Έβαλα το πουλόβερ μου και περπάτησα μαζί τους για μερικές ώρες. Στο δρόμο της επιστροφής, πήρα μια μεγάλη σακούλα από κοπριά βοοειδών και τη χρησιμοποίησα για να γονιμοποιήσω το καλύτερο χώμα του Δάσκαλου. Με είδε από την κρεβατοκάμαρα και είπε σε έναν άλλο μαθητή: “Πολλοί μαθητές έρχονται εδώ για να μάθουν τεχνικές από μένα, αλλά κανένας από αυτούς δεν είναι τόσο καλός όσο ο Tοπάγκα. Φοβάμαι ότι δεν θα υπάρξει άλλος μαθητής στο μέλλον τόσο καλός. Δεν μου είπε αντίο σήμερα το πρωί, που σημαίνει ότι θα επιστρέψει και πάλι. Θυμάμαι όταν ήρθε για πρώτη φορά εδώ, είπε ότι οι συγγενείς και οι γείτονές του κακοποίησαν την οικογένειά του. Ζήτησε πινέλα για εκδίκηση. Είπε επίσης ότι θα αφιερώσει το σώμα, την ομιλία και το μυαλό του σε μένα. Είναι πράγματι ένας ειλικρινής μαθητής. Εάν αυτό που είπε είναι αληθινό, θα ήταν κρίμα να μην του διδάξουμε τα ξόρκια. "

Αυτός ο μαθητής μου μετέφερε αυτά τα λόγια, και χάρηκα, επειδή κατάλαβα ότι υπήρχαν περισσότερα ξόρκια για να μάθω. Έτρεξα ευτυχισμένος στον Δάσκαλο, ο οποίος με είδε και με ρώτησε: "Τοπάγκα, γιατί δεν πας σπίτι;"

Έβγαλα το πουλόβερ, το επέστρεψα σε αυτόν, τον προσκύνησα και είπα: «Δάσκαλε, ο θείος μου, η θεία και οι γείτονές μου έκαναν πολύ κακά πράγματα στην οικογένειά μου. Πήραν τα περιουσιακά μας στοιχεία με αθέμιτα μέσα, προκαλώντας μας πολλές ταλαιπωρίες. Δεν έχουμε τη δύναμη να εκδικηθούμε, οπότε η μητέρα μου ζήτησε να έρθω εδώ για να μάθω ξόρκια. Η μητέρα είπε ήδη ότι αν επιστρέψω χωρίς πλήρη γνώση των ξορκιών, θα αυτοκτονήσει μπροστά μου. Έτσι, δεν μπορώ να επιστρέψω. Δάσκαλε, σε παρακαλώ, διδάξε με τα πιο δυνατά μαγικά! »
Με αυτά τα λόγια, δεν μπορούσα να κρατήσω τα δάκρυα. Ο λάμα με ρώτησε, "Πώς σας εκφόβισαν οι συγγενείς και οι γείτονές σας;"

Του είπα πως ο θείος και η θεία μου πήραν την κληρονομιά μας και μας κακομεταχειρίστηκαν μετά τον θάνατο του πατέρα μου. Φώναζα καθώς μιλούσα, αναφέροντας λεπτομερώς ολόκληρη την ιστορία. Ο Δάσκαλος επίσης δάκρυσε καθώς με άκουγε. Στη συνέχεια είπε: “Εάν αυτά που είπες είναι αλήθεια, αυτό που έκαναν είναι πολύ λάθος. Όσο για τους ανθρώπους που έρχονται εδώ για ξόρκια, είναι κάθε λογής: κάποιοι έχουν φέρει μεγάλες ποσότητες χρυσού και νεφρίτη, κάποιοι έχουν φέρει εκατοντάδες ή χιλιάδες εκλεκτά λευκά είδη και βούτυρο. Κάποιοι έφεραν επίσης τα καλύτερα τσάγια και μετάξι, καθώς και περισσότερα από 1.000 ζώα. Αλλά είσαι ο μόνος που αφιέρωσε το σώμα, την ομιλία και το μυαλό του. Ωστόσο, δεν μπορώ να σε διδάξω ξόρκια. Τώρα θα στείλω κάποιον για να επαληθεύσω ότι αυτά που είπες είναι αλήθεια”.

Μεταξύ των μαθητών του, υπήρχε ένας μαθητής με ένα πολύ γρηγορο άλογο που ήταν τόσο ψηλό όσο ένας μεγάλος ελέφαντας. Ο Δάσκαλος τον έστειλε στην πατρίδα μου. Αρκετές ημέρες αργότερα, επέστρεψε και είπε: «Δάσκαλε, αυτό που είπε ο Τοπάγκα ήταν αλήθεια. Δώστε του τα καλύτερα πινελα” .
Ο Δάσκαλος μου είπε λοιπόν: «Τοπάγκα, δεν σου έμαθα τα ξόρκια στην αρχή, γιατί φοβόμουν ότι ένα μέτριο άτομο σαν κι εσένα θα το μετανιώσει. Τώρα ξέρουμε ότι αυτό που μου είπες δεν ήταν πλαστό, γι 'αυτό θα σου τα διδάξω . Έχω δύο μυστικά πινέλα. Επιπλέον, υπάρχει ένας λάμας που ονομάζεται Γιόντεν Γκυάτσο, ο οποίος είναι ειδικός τόσο στην ιατρική όσο και στην ξυλογραφία. Έχει το μυστικό ξόρκι για το χαλάζι. Αφού διδάξαμε αυτές τις μοναδικές τεχνικές ο ένας στον άλλο, γίναμε στενοί φίλοι. Όταν οι άνθρωποι έρχονται εδώ για να μάθουν ξόρκια, τους στέλνω και εκεί. Και κάνει το ίδιο. Εσύ δεν είσαι η εξαίρεση. Θα στείλω τον μεγάλο γιο μου για να σε συνοδεύσει “.

Ο Δάσκαλος ετοίμασε φαγητό, ωραίο μαλλί, και μερικά δώρα για να δώσω στον Γιόντεν Γκυάτσο. Τα βάζουμε στην πλάτη των αλόγων και ξεκινάμε το ταξίδι μας.

Αφού έφτασα εκεί και συνάντησα τον Γιόντεν Γκυάτσο, του έδωσα όλα τα δώρα. Τότε του είπα για τις τραγικές μου εμπειρίες και γιατί χρειαζόμουν να μάθω τα ξόρκια και τον παρακάλεσα να με διδάξει. Ο λάμα είπε: “Ο Γιούγκτον Τρόγκιλ και εγώ είμαστε οι καλύτεροι φίλοι και θα πεθαίναμε ο ένας για τον άλλον. Πρέπει να έχει τους λόγους του για να σε στείλει εδώ να σου διδάξω δολοφονίες. Αλλά πριν κάνεις αυτό, πρέπει να χτίσεις μια αίθουσα Ντάρμα στους πρόποδες του λόφου όπου οι άνθρωποι δεν θα μπορούν να δουν».

Έτσι, οι δύο μας βρήκαμε ένα ήσυχο μέρος στους πρόποδες του λόφου και χτίσαμε μια απλή αίθουσα Ντάρμα. Χρησιμοποιήσαμε έναν βράχο τόσο μεγάλο όσο ένα βόδι για να κρύψουμε το κτίριο.
Σε αυτήν την αίθουσα Ντάρμα, ο δάσκαλος μου δίδαξε το μυστικό ξόρκι.

Αφού το εξασκούσα για επτά ημέρες, ο λάμα μου είπε: “Στο παρελθόν, επτά μέρες ήταν αρκετές για να το μάθει κανείς. Τώρα το έχεις εξασκήσει για επτά ημέρες, οπότε είναι αρκετό. "

Αλλά είπα ότι χρειαζόμουν αυτό το ξόρκι για να πάω πολύ μακριά, οπότε ζήτησα άλλες επτά ημέρες. Το απόγευμα της δέκατης τέταρτης ημέρας, ο Δάσκαλος ήρθε και μου είπε: “Απόψε, θα δούμε το αποτέλεσμα της δολοφονίας, δίπλα στο βωμό”.

Όπως και είπε, ένας θεϊκός θεματοφύλακας ήρθε εκείνο το βράδυ με τα κεφάλια, τα συκώτια και τις χοληδόχους κύστες 35 ατόμων. Είπε, "Αυτό μου ζήτησες να κάνω!"

Το επόμενο πρωί, ο λάμα μου είπε: “ Ο θεϊκός θεματοφύλακας είπε ότι υπάρχουν δύο ακόμη άνθρωποι που θα έπρεπε να είχαν πεθάνει. Πρέπει να τους σκοτώσει; "

Ήμουν ικανοποιημένος και απάντησα: “Μπορούμε να τους κρατήσουμε ζωντανούς ως μάρτυρες της τιμωρίας. Παρακαλώ να τους ελευθερώσει. "

«Με αυτόν τον τρόπο, ο θείος και η θεία μου κρατήθηκαν ζωντανοί. Στη συνέχεια δώσαμε μια προσφορά στον θεϊκό θεματοφύλακα, τον στείλαμε πίσω και ολοκληρώσαμε το τελετουργικό.

Ποια ήταν η εκδήλωση της εμφάνισης του θεματοφύλακα στην πατρίδα μου την Κυανγκτσά; Ήταν ο γάμος του μεγαλύτερου γιου του θείου μου εκείνη την ημέρα, και είχαν προσκαλέσει πολλούς καλεσμένους για μια γιορτή στο σπίτι τους. Περισσότεροι από 30 άνθρωποι είχαν έρθει για να γιορτάσουν και ήταν αυτοί που είχαν βοηθήσει τον θείο και τη θεία μου να μας εκφοβίσουν. Κάποιοι άνθρωποι που ήταν συμπαθητικοί σε εμάς κλήθηκαν επίσης, και ήταν ακόμη στο δρόμο. Καθώς πήγαιναν στο σπίτι, μιλούσαν ακόμα για τα αδικήματα του θείου και της θείας μου. Ένα άτομο είπε: “Υπάρχει ένα ρητό ότι ο επισκέπτης γίνεται ο οικοδεσπότης, ενώ ο οικοδεσπότης γίνεται ο σκύλος. Αυτό συνέβη. Αυτοί οι διαβόητοι άνθρωποι είναι ξεδιάντροποι. Πήραν τα περιουσιακά στοιχεία του Τοπάγκα και συνέχισαν να κακομεταχειρίζονται την οικογένειά του. Ο Tοπάγκα έφυγε για να μάθει ξόρκια.

Ακόμα κι αν το ξόρκι του δεν έρθει, η τιμωρία από τον Νόμο του Βούδα θα έρθει αργά ή γρήγορα. "
Εκείνη την στιγμή, όλη η οικογένεια και η θεία του θείου ήταν απασχολημένοι με τους επισκέπτες. Οι καλεσμένοι έπιναν χαρωπά. Μια υπηρέτρια που είχε εργαστεί για την οικογένειά μου νωρίτερα και τώρα εργαζόταν για αυτούς πήγε κάτω για να πάρει λίγο νερό. Εκεί, είδε τεράστιους σκορπιούς, φίδια και καβούρια να συρρέουν στο έδαφος παντού. Οι μεγάλοι σκορπιοί συγκολλήθηκαν στους στύλους του σπιτιού, προσπαθώντας να τους καταστρέψουν. Τρομοκρατημένο, το κορίτσι έτρεξε έξω από την πόρτα ουρλιάζοντας.

Εκείνη την ημέρα υπήρχαν πολλά από τα άλογα των καλεσμένων στον κάτω όροφο. Ένα αρσενικό άλογο εκφοβιζε μια φοράδα, αλλά ένα άλλο αρσενικό άλογο το είδε και άρχισε τις ταραχές. Η φοράδα προσπάθησε να κλωτσήσει το αρσενικό άλογο, αλλά για κάποιο λόγο, κατέστρεψε έναν πυλώνα. Ολόκληρο το σπίτι κατέρρευσε αμέσως με κρότο. Υπήρχαν ήχοι και κραυγές παντού. Ο γιος του θείου μου, η νύφη και περισσότεροι από 30 επισκέπτες συνθλίφτηκαν όλοι μαζί μέχρι θανάτου. Το έδαφος ήταν γεμάτο με συντρίμμια και σκόνη από το πεσμένο σπίτι. Κάτω από το σπασμένο ξύλο και τα κεραμίδια ήταν δεκάδες πτώματα.

Η αδερφή μου Πέτα περνούσε από έξω εκείνη την στιγμή. Βλέποντας την κατάσταση, έτρεξε αμέσως στο σπίτι και είπε στη Μητέρα: “Μητέρα! Μητέρα! Έλα κοίτα! Το σπίτι του θείου έπεσε και πολλοί άνθρωποι πέθαναν!”

Η μητέρα ήταν δύσπιστη αλλά χαρούμενη μέσα της. Έτρεξε στο σπίτι του θείου. Μπροστά της ήταν σωροί σπασμένων πλακιδίων με σκόνη παντού. Έκπληκτη και χαρούμενη, έσκισε ένα κομμάτι ύφασμα από τα κουρελιασμένα ρούχα της και το έδεσε βιαστικά σε ένα μακρύ ραβδί. Έτρεξε γύρω από την περιοχή, κουνώντας το σαν σημαία και φωνάζοντας: “Όλοι, ελάτε να δείτε! Λάμα και Βούδας, θα σας λατρέψω! Γεια σας γείτονες, επιτρέψτε μου να σας πω, δεν είχε ο Σέρραμπ Γκιέλτσεν έναν γιο; Εγώ, η Νυάγκτσα Καργκυέν, φόρεσα κουρελιασμένα ρούχα και έφαγα σκουπίδια για να μάθει ο γιος μου ξόρκια. Ποιος είπε ότι δεν πέτυχε;! Όλοι, ελάτε να δείτε!”

“Ο θείος και η θεία είχαν πει ότι αν είχαμε την δυνατότητα, θα μπορούσαμε να βρούμε μερικούς ανθρώπους να τους πολεμήσουν για να πάρουν πίσω την περιουσία μας. Είχαν πει ότι αν δεν μπορούσαμε να βρούμε κανέναν, τότε θα μπορούσαμε να προσπαθήσουμε να απαγγείλουμε κάποια ξόρκια. Όλοι, τι νομίζετε τώρα; Τώρα, ο Τοπάγκα έριξε ένα μικρό ξόρκι, και ήταν πιο δυνατό και από μια μεγάλη μάχη. Κοιτάξτε, άνθρωποι στην κορυφή, θησαυροί στη μέση και ζώα στον κάτω όροφο, όλα έχουν καταρρεύσει! Ήμουν σε θέση να ζήσω μέχρι σήμερα για να δω το κόλπο του γιου μου. Εγώ, η Νυάγκτσα Καργκυέν, είμαι τόσο χαρούμενη, τόσο χαρούμενη! Χα! Χα! Χα! Ποτέ δεν ήμουν τόσο χαρούμενη σε όλη μου τη ζωή! Γεια, όλοι, ελάτε και κοιτάξτε! "

Συνέχισε να κυματίζει τη σημαία και να τρέχει, πολύ ενθουσιασμένη και χαρούμενη. Όλοι στο χωριό, συμπεριλαμβανομένου του θείου και της θείας, την άκουσαν. Ένα άτομο είπε: “Αυτό που είπε αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να είναι αλήθεια!”

Ένα άλλο άτομο είπε: “ Φαίνεται αληθινό, αλλά μου φαίνεται και λίγο υπερβολικό! »

Αφού άκουσαν οι άνθρωποι ότι είχα σκοτώσει τόσους πολλούς ανθρώπους με ένα ξόρκι, μαζεύτηκαν και είπαν: “Αυτή η γυναίκα προκάλεσε τόσο μεγάλο χάος και εξακολουθεί να τρέχει και να φωνάζει ευτυχισμένη. Πρέπει να την σκοτώσουμε και να συμπιέσουμε το αίμα από την καρδιά και το συκώτι της!»

Ένας ηλικιωμένος άνδρας διαφώνησε: “Ακόμα κι αν σκοτώσεις αυτή τη γυναίκα, αυτό δεν θα βοηθήσει τίποτα. Θα έκανε μόνο τον γιο της να μας μισεί περισσότερο και να σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους με ξόρκια. Πρέπει να σκεφτούμε έναν τρόπο να σκοτώσουμε τον Tοπάγκα πρώτα και μετά να αντιμετωπίσουμε αυτήν τη γυναίκα!"

Έτσι δεν σκότωσαν τη μητέρα μου. Αλλά ο θείος δεν τα παρατήρησε και είπε: “Όλα τα παιδιά μου έχουν πεθάνει. Θα την πολεμήσω. Δεν θέλω να ζήσει! "

Με αυτά τα λόγια, έσπευσε να σκοτώσει τη μητέρα μου. Οι άνθρωποι τον σταμάτησαν γρήγορα και είπαν: “Αυτό το χάος οφείλεται σε εσάς. Ο Τοπάγκα είναι ακόμα ζωντανός. Εάν σκοτώσεις τη Νυάγκτσα Καργκυέν έτσι, ο γιος της μπορεί να ρίξει περισσότερα ξόρκια και όλοι θα πεθάνουμε. Αν δεν μας ακούσετε, θα σας σκοτώσουμε εμείς πρώτα! "

Έτσι ο θείος σταμάτησε. Οι χωρικοί στη συνέχεια συζήτησαν πώς να στείλουν κάποιον να με σκοτώσει. Ο αδελφός της μητέρας ήρθε σε αυτήν και είπε: “Αυτά που είπες και έκανες χθες έκανε όλους στο χωριό να θέλουν να σκοτώσουν εσένα και τον γιο σου. Είσαι προετοιμασμένη;” Αναστέναξε και είπε: “ Μία υπενθύμιση αρκούσε. Γιατί να κάνουν όλους να μας μισούν;! " Μίλησε μαζί της για αρκετή ώρα ώστε να την ηρεμήσει. Η μητέρα αναστέναξε και είπε: “Είδες τι συνέβη όλα αυτά τα χρόνια. Φυσικά ξέρω τι πιστεύουν οι άνθρωποι. Αλλά έπρεπε να εκδικηθώ εκείνους που πήραν την περιουσία μας. Έτσι άρχισα. Ξέρεις, αυτό το μίσος είναι τόσο μεγάλο που δεν μπορεί να μετρηθεί καθαρά! "

Συνέχισε να κλαίει χωρίς να πει τίποτα. Ο αδερφός της αναστέναξε και είπε: ‘Αυτό που είπες είναι σωστό. Τι γίνεται όμως αν κάποιος έρθει να σε σκοτώσει; Καλύτερα να κλείσεις τις πόρτες καλά τώρα. "

Η μητέρα έκλεισε τις πόρτες σφιχτά και συνέχισε να το σκέφτεται, νιώθοντας ανασφαλής. Νιώθοντας λύπη για τη μητέρα μου, η πρώην υπηρέτρια μας ήρθε κρυφά και της είπε: “Δεν θέλουν να σε σκοτώσουν τώρα. Θέλουν απλώς να τελειώσουν τη ζωή του γιου σου. Πρέπει να του πεις να είναι προσεκτικός”.

Η μητέρα μόλις άκουσε αυτά τα λόγια σταμάτησε να ανησυχεί προς στιγμήν.

Η μητέρα πούλησε ένα άλλο μισό από την προίκα της γης της για επτά τάβλες χρυσού. Ήθελε να μου δώσει τα χρήματα, αλλά δεν εμπιστευόταν κανέναν στο χωριό να τα παραδώσει. Καθώς σκέφτηκε να μου φέρει η ίδια τον χρυσό, ένας γιόγκι από το Γου που πήγαινε στο Νεπάλ για προσκύνημα πέρασε από το χωριό μας ικετεύοντας για ελεημοσύνη. Η μητέρα ρώτησε λεπτομερώς το ιστορικό του και σκέφτηκε ότι θα ήταν ένας κατάλληλος αγγελιοφόρος. Έτσι είπε στον γιόγκι: «Δάσκαλε, παρακαλώ μείνε εδώ για λίγες μέρες. Ο γιος μου μελετά το ντάρμα στο Γου-Τσανγκ τώρα. Θέλω να του γράψω ένα γράμμα. Θα μπορούσες να το παραδώσεις;"

Ο γιόγκι συμφώνησε. Η μητέρα τον κάλεσε να μείνει για μερικές μέρες και τον φρόντισε καλά.

Εκείνο το βράδυ, η Μητέρα άναψε μια λάμπα και έκανε μια ευχή ενώ γονάτισε μπροστά στις θεότητες: “Εάν η επιθυμία μου γίνει πραγματικότητα, αυτή η λάμπα δεν θα σβήσει. Αν η επιθυμία μου δεν μπορεί να εκπληρωθεί, παρακαλώ να σβήσει αμέσως. Ελπίζω ειλικρινά οι πρόγονοι και οι θεϊκοί θεματοφύλακες του Τοπάγκα να μου δείξουν το αποτέλεσμα”. Αφού έκανε την ευχή, η λάμπα συνέχισε να καίει όλη νύχτα. Η μητέρα πίστεψε ότι η επιθυμία της θα πραγματοποιηθεί. Την επόμενη μέρα, είπε στον γιόγκι, «Δάσκαλε, τα ρούχα και τα παπούτσια του προσκυνητή είναι πολύ σημαντικά. Θέλω να μου τα δώσεις να τα επιδιορθώσω. Θέλω επίσης να σου δώσω ένα εφεδρικό ζευγάρι σόλες παπουτσιών.

Έτσι έδωσε στο γιόγκι ένα μεγάλο κομμάτι δέρματος για να κάνει σόλες. Στη συνέχεια επιδιόρθωσε το παλτό του γιόγκι. Στο κέντρο της πλάτης, έκρυψε επτά λεπτά χρυσά κομμάτια και έβαλε ένα τετράγωνο μαύρο πανί γύρω τους. Με χοντρό άσπρο νήμα, έδεσε έπειτα έξι μικροσκοπικά αστέρια στο κέντρο του μαύρου υφάσματος και τα κάλυψε με ένα άλλο κομμάτι ύφασμα. Τα έκανε όλα αυτά χωρίς να το γνωρίζει ο γιόγκι. Στο τέλος, σφράγισε με σφραγίδα το φάκελο, του έδωσε την επιστολή και του έδωσε πολλά δώρα για να τον ευχαριστήσει.

Μέχρι τότε, η Μητέρα σκέφτηκε: “Δεν ξέρω τι σκέφτονται αυτοί οι χωρικοί τώρα. Πρέπει να βρω κάτι για να τους εκφοβίσω”. Έτσι είπε στην αδερφή μου: “Ο γιόγκι που έφυγε χθες έφερε μια επιστολή από τον αδερφό σου”. Η Πέτα είπε σε πολλούς ανθρώπους για αυτό. Η μητέρα έγραψε τότε ένα ψεύτικο γράμμα που μιμούνταν το ύφος μου:

“Αγαπητή Μητέρα, χαίρομαι που η δολοφονία πέτυχε. Αν υπάρχει κάποιος στο χωριό που κακομεταχειρίζεται εσάς ή την αδερφή μου την Πέτα, παρακαλώ επιτρέψτε μου να ξέρω τα ονόματά τους, ώστε να μπορώ να κάνω ένα ξόρκι. Με τις ικανότητες μου, η δολοφονία κάποιου είναι εύκολη και η εξάλειψη της οικογένειας και των συγγενών του δεν είναι επίσης μεγάλη υπόθεση. Αν κάποιος από τους χωρικούς δεν είναι καλός, ελπίζω ότι η Μητέρα και η Πέτα θα μου το μεταφέρουν εδώ. Όταν έφυγα από το σπίτι τότε, δεν είχα τίποτα. Είμαι τώρα πλούσιος και χωρίς έγνοιες. Ειλικρινά σας εύχομαι το καλύτερο, ο γιος σας Τοπάγκα. "

Σφράγισε επίσης με ψεύτικη σφραγίδα το γράμμα. Αφού έδειξε την επιστολή στον θείο, τη θεία και σε κοντινά της άτομα, άφησε την επιστολή στον αδερφό της. Με αυτόν τον τρόπο, οι χωρικοί δεν τόλμησαν πλέον να μας σκοτώσουν. Επίσης, λόγω της επιστολής, οι χωρικοί ζήτησαν από τον θείο να επιστρέψει τη γη του Τρίγωνου Όρμα στη Μητέρα.

Επιστρέφω στον προσκυνητή γιόγκι. Ακούγοντας πού ήμουν, ήρθε να με επισκεφτεί. Αφού μου είπε για τη μητέρα και την αδερφή μου και για το χωριό, μου έδωσε την επιστολή. Πήγα σε ένα ιδιωτικό μέρος και την άνοιξα.

Στην επιστολή, η Μητέρα έγραφε: “ Αγαπητέ Γιε μου, είμαι καλά. Παρακαλώ μην ανησυχείς για μένα. Βλέποντας το γιο μου να επιτυγχάνει, δεν έχω πλέον λύπη. Ο πατέρας σου θα είναι επίσης ικανοποιημένος στον κάτω κόσμο. Αφού το ξόρκι σου πήρε τη ζωή 35 εχθρών, άκουσα πρόσφατα ότι οι χωρικοί θα έστελναν κάποιον για να σε δολοφονήσει και μετά να σκοτώσει εμένα. Να είσαι προσεκτικός. Δεδομένου ότι σκοπεύουν να εκδικηθούν, δεν πρέπει να τους συγχωρήσουμε εύκολα. Πρέπει να καλέσεις βαρύ χαλάζι για να καταστρέψεις τις καλλιέργειές τους. Τότε θα είμαι ικανοποιημένη. Εάν τα δίδακτρα σου έχουν εξαντληθεί, μπορείς να αποκτήσεις περισσότερα από επτά οικογένειες συγγενών μας στο βουνό που βλέπει στο Βορρά. Είναι βαθιά στο σκοτεινό σύννεφο κάτω από τα έξι αστραφτερά αστέρια. Εάν δεν ξέρεις πού βρίσκονται αυτοί οι συγγενείς ή πού βρίσκεται το χωριό, μπορείτε να το βρείτε με το γιόγκι. Είναι ο μόνος που ζει σε αυτό το χωριό και δεν χρειάζεται να πάτε αλλού. Η μητέρα σου, Νυάγκτσα Καργκυέν. "

Διάβασα την επιστολή, αλλά δεν ήξερα τι σήμαινε. Σκέφτηκα την πατρίδα μου και τη μητέρα μου. Δεν ήξερα τίποτα από τα χωριά και τους συγγενείς που περιγράφονταν στην επιστολή. Χωρίς να έχω ιδέα ότι πρέπει να πληρώσω δίδακτρα, δάκρυα έτρεξαν στο πρόσωπό μου. Φώναξα για λίγο, στέγνωσα τα δάκρυα μου και πήγα να ρωτήσω τον γιόγκι: “Φαίνεται ότι μπορεί να γνωρίζετε πού ζουν οι συγγενείς μου. Μπορείτε να μου πείτε για αυτούς; "

Ο γιόγκι απάντησε: “Άκουσα μόνο ότι έχεις συγγενείς κοντά στα Ιμαλάια ». Συνέχισα: “Ξέρετε για άλλα μέρη; Από που είστε?” . Ο γιόγκι απάντησε: “Ξέρω πολλά άλλα χωριά, αλλά δεν ξέρω για τους συγγενείς σου. Είμαι από το Γου. " Τότε του είπα: “Αν ναι, παρακαλώ- βοηθήστε με.

Έδειξα την επιστολή στον Δάσκαλο μου και του είπα τι είχε συμβεί. Είπε: “Η μητέρα σου έχει πραγματικά τεράστιο θυμό - δεν αρκεί που σκότωσες τόσους πολλούς ζητάει και χαλάζι”. Τότε ρώτησε: “Πού ζουν οι συγγενείς σου στο βορρά;” . Απάντησα: «Δεν έχω ακούσει ποτέ για συγγενείς στο Βορρά. Αλλά η επιστολή το είπε. Ρώτησα επίσης τον γιόγκι και δεν είχε ιδέα. Λοιπόν τι συμβαίνει?”

Η γυναίκα του Δασκάλου μου ήταν εκεί εκείνη τη στιγμή. Διάβασε την επιστολή και είπε: “Θα μπορούσες να ζητήσεις από τον γιόγκι να μπει;” . Άναψε φωτιά και κάλεσε τον γιόγκι να ζεσταθεί και να πιει ένα ποτό. Στη συνέχεια άρχισε να κουβεντιάζει, μιλώντας για αυτό και εκείνο. Παρεμπιπτόντως, πήγε πίσω από τον γιόγκι, του πήρε το παλτό, το έβαλε πάνω της και είπε: “Φορώντας τέτοια ρούχα για προσκύνημα, θα είσαι ευλογημένος”. Στη συνέχεια ανέβηκε στον επάνω όροφο του σπιτιού. Από αυτό το φθαρμένο παλτό, έβγαλε το χρυσό, το έβαλε πίσω, και επέστρεψε το παλτό στο γιόγκι. Στη συνέχεια κάλεσε τον γιόγκι για ένα γεύμα και πρότεινε να μείνει εκεί τη νύχτα.

Με κάλεσε αργότερα: “Τοπάγκα, παρακαλώ έλα στο κρησφύγετο του Δασκάλου!” . Πήγαμε μαζί στο δωμάτιο του Δασκάλου, και μου έδωσε επτά καρέ χρυσού. Ρώτησα με έκπληξη: “Που βρέθηκαν αυτά;” . Απάντησε: “Η μητέρα σου είναι πολύ έξυπνη και έκρυψε τον χρυσό με ασφάλεια. Η επιστολή ανέφερε ένα χωριό σε ένα βουνό που βλέπει προς το βορρά, που σημαίνει ότι είναι ένα μέρος που δεν φτάνει το φως του ήλιου. Δεν παραμένει το εσωτερικό στρώμα του γιόγκι έξω από τον ήλιο; Τα μαύρα σύννεφα σημαίνουν ότι καλύπτεται από μαύρο ύφασμα. Έξι αστραφτερά αστέρια αναφέρονται σε έξι ράμματα λευκού νήματος. Επτά οικογένειες κάτω από τα αστέρια υποδηλώνουν επτά ράβδους χρυσού. Μόνο ο γιόγκι ζει εκεί, και δεν χρειάζεται να πάτε αλλού επειδή ο χρυσός μεταφέρεται από τον γιόγκι και κανένα άλλον”.

Ο Δάσκαλος γέλασε δυνατά και είπε: “ Οι άνθρωποι λένε ότι οι γυναίκες είναι έξυπνες. Αυτό είναι πράγματι αλήθεια! "

Έδωσα ένα ράβδο (ή το ένα δέκατο του ταέλ) χρυσού στον γιόγκι, ο οποίος ήταν πολύ ευχαριστημένος. Έπειτα αφιέρωσα επτά ράβδους χρυσού στη σύζυγο του Δασκάλου και τρία τούβλα στον αφέντη μου. Του είπα επίσης: “Η μητέρα μου ζήτησε να κάνω ένα ξόρκι με χαλάζι. Σε παρακαλώ, Δάσκαλε, μπορείς να μου δώσεις την πιο μυστική μέθοδο χαλαζιού;” .

Ο Δάσκαλος απάντησε: “Για να μάθεις το ξόρκι για το χαλάζι, πρέπει να ρωτήσεις τον Γιούγκτον Τρόγκιλ”.

Έτσι, ο Δάσκαλος έγραψε μια επιστολή και μου έδωσε κάποια τοπικά προϊόντα να πάρω μαζί μου. Πήγα πίσω στο Γιούγκτον Τρόγκιλ, του έδωσα το γράμμα και τα δώρα, και του αφιέρωσα τρία χρυσά καρέ. Εξήγησα λεπτομερώς γιατί έπρεπε να μάθω τη χιονοθύελλα. Ο Δάσκαλος ρώτησε: “Λειτούργησαν τα ξόρκιά σου;” . Απάντησα: “Ναι, 35 άνθρωποι πέθαναν από αυτό. Στη συνέχεια έλαβα μια επιστολή από τη Μητέρα που μου ζητούσε χαλάζι. Ελπίζω λοιπόν να βοηθήσετε. " Απάντησε: “Κανένα πρόβλημα, η επιθυμία σου θα εκπληρωθεί”. Στη συνέχεια, μου δίδαξε το ξόρκι, και το ασκούσα στην αίθουσα του Ντάρμα για επτά ημέρες. Την έβδομη ημέρα, ένα σκοτεινό σύννεφο εμφανίστηκε ανάμεσα στα βράχια και στο βουνό που βλέπαμε. Ο κεραυνός έγινε αστραπή και μια μεγάλη καταιγίδα άρχισε να έρχεται. Ήξερα ότι τώρα είχα την ικανότητα να χειρίζομαι χιονοθύελλες. "

(Συνεχίζεται)

* * *

Facebook Logo LinkedIn Logo Twitter Logo Email Logo Pinterest Logo

Μπορείτε ελεύθερα να εκτυπώσετε και να δημοσιοποιήσετε όλα τα άρθρα που είναι δημοσιευμένα στο Clearharmony μαζί με το περιεχόμενό τους, αλλά παρακαλούμε να παραθέσετε την πηγή.